Στις 22 Νοεμβρίου 2022, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΔ), αποφάσισε ότι η διάταξη που περιλαμβάνεται στην Οδηγία 2018/843 (γνωστή και ως 5η Οδηγία AML) σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με την πραγματική ιδιοκτησία εταιρειών που έχουν συσταθεί στη δικαιοδοσία τους θα πρέπει να είναι προσβάσιμη σε όλες τις περιπτώσεις σε οποιοδήποτε μέλος του κοινού, είναι τελικά άκυρη.
Η απόφαση του ΕΔ επικεντρώθηκε κυρίως στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων και τόνισε ότι το δικαίωμα αυτό παραβιάζει σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ για Θεμελιώδη Δικαιώματα.
Το ΕΔ συνέχισε δηλώνοντας ότι οι πληροφορίες που διατίθενται στο κοινό επιτρέπουν σε έναν δυνητικά απεριόριστο αριθμό προσώπων να ενημερωθούν για την υλική και οικονομική κατάσταση ενός πραγματικού δικαιούχου. Επιπλέον, οι πιθανές συνέπειες για τους δικαιούχους που μπορούν να προκύψουν από πιθανή κατάχρηση των προσωπικών τους δεδομένων πολλαπλασιάζονται από το γεγονός ότι, μόλις τα δεδομένα καταστούν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, μπορούν να συμβουλευτούν και να διαδοθούν ελεύθερα.
Ως άμεση αντίδραση στην παραπάνω απόφαση του ΕΔ, ορισμένα κράτη μέλη και ειδικότερα η Κύπρος, το Λουξεμβούργο και Ολλανδία , ανέστειλαν την πρόσβαση του κοινού στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων τους.
Στην περίπτωση της Κύπρου, οι υπόχρεες οντότητες (όπως ορίζονται στον κυπριακό νόμο περί καταπολέμησης ξεπλύματος μαύρου χρήματος), οι οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν δικηγόρους, ανεξάρτητους νομικούς συμβούλους, παρόxους διοικητικών υπηρεσιών που παρέχουν υπηρεσίες καταπιστεύματος, τράπεζες, ελεγκτές, φορολογικούς συμβούλους κ.λπ., μπορούν να ζητήσουν από τον Έφορο Εταιρειών να τους παρέχει τέτοιες πληροφορίες στο πλαίσιο της διενέργειας της δέουσας επιμέλειας πελατών (AML), αλλά πρώτα θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση στον Έφορο εταιρειών, με την οποία να βεβαιώνεται ότι αιτία αιτήματος αυτών των πληροφοριών είναι η συμμόρφωση με τη νομική υποχρέωσή τους να επιδείξουν δέουσα επιμέλεια στους πελάτες/πραγματικούς ιδιοκτήτες τους στο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου. Η δήλωση θα εξεταστεί με τη σειρά της από τον Έφορο Εταιρειών ο οποίος θα αποφασίσει εάν θα αποκαλύψει ή όχι τις εν λόγω πληροφορίες. Ουσιαστικά, το αίτημα για παροχή μιας τέτοιας δήλωσης από τους υπόχρεους φορείς, διασφαλίζει ένα πρόσθετο επίπεδο προστασίας των δεδομένων, διασφαλίζοντας ότι αυτά γνωστοποιούνται μόνο σε όσους έχουν νόμιμη πρόσβαση σε αυτά.
Στην πραγματικότητα, οι πληροφορίες σχετικά με τους Πραγματικούς Ιδιοκτήτες θα συνεχίσουν να καταγράφονται στον Έφορο Εταιρειών αλλά οι πληροφορίες δεν θα είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό όπως ήταν μέχρι τώρα, κάτι που είναι τελικά μια νίκη για το δικαίωμα του πολίτη στην ιδιωτικότητα – απόρρητο (privacy).